συκοφάντρια

From LSJ
Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοφάντρια Medium diacritics: συκοφάντρια Low diacritics: συκοφάντρια Capitals: ΣΥΚΟΦΑΝΤΡΙΑ
Transliteration A: sykophántria Transliteration B: sykophantria Transliteration C: sykofantria Beta Code: sukofa/ntria

English (LSJ)

ἡ, fem. of συκοφάντης, Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.

Greek Monotonic

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφάντρια -ας, ἡ [συκοφάντης] sycofante, vrouwelijke sycofant.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφάντρια: ἡ сикофантка, доносчица Arph.

Middle Liddell

σῡκοφάντρια, ἡ, [fem. of συκοφάντης, Ar.]