τειχομαχέω

From LSJ
Revision as of 01:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχομᾰχέω Medium diacritics: τειχομαχέω Low diacritics: τειχομαχέω Capitals: ΤΕΙΧΟΜΑΧΕΩ
Transliteration A: teichomachéō Transliteration B: teichomacheō Transliteration C: teichomacheo Beta Code: teixomaxe/w

English (LSJ)

   A fight the walls, i.e. conduct siege operations, Hdt.9.70, Th.7.79, X.HG1.1.14, etc.; τ. τινί Ar.Nu.481; πρὸς τοὺς πολεμίους Plu.Alc.28; τειχομαχεῖν δυνατοί skilled in conducting sieges, i.e. good engineers, Th.1.102: perh. of defending a wall, App. Hann.92.

German (Pape)

[Seite 1081] um die Mauern oder um die Burg kämpfen, bes. belagern; Her. 9, 70; Ar. Nubb. 473; Thuc. 1, 102. 7, 79, Xen. Hell. 1, 1, 14; Sp., wie Hdn. 8, 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

τειχομᾰχέω: μάχομαι πρὸς τὰ τείχη, δηλ. πολιορκῶ καὶ προσβάλλω τὰ τείχη, Ἡρόδ. 9. 70, Θουκ. 7. 79, Ξεν., κλπ.· τ. τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 481· πρός τινα Πλουτ. Ἀλκ. 28· τειχομαχεῖν δυνατοί, ἔμπειροι εἰς τὸ τειχομαχεῖν, δηλ. εἰς τὸ πολιορκεῖν καὶ προσβάλλειν τείχη, Θουκ. 1. 102.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 attaquer des ouvrages de défense, donner l’assaut;
2 particul. préparer ou diriger une attaque contre des ouvrages de défense.
Étymologie: τεῖχος, μάχομαι.

Greek Monotonic

τειχομᾰχέω: μέλ. τειχομαχήσω, μάχομαι στα τείχη, δηλ. πολιορκώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τειχομαχέω τινί, σε Αριστοφ.· πρός τινα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τειχομᾰχέω: штурмовать крепостные сооружения, вести осаду (τινι Arph. и πρός τινα Plut.): τ. δυνατοί Thuc. специалисты по штурму укреплений.

Middle Liddell

τειχομᾰχέω, fut. -ήσω
to fight the walls, i. e. to besiege, Hdt., Thuc., etc.; τ. τινί Ar.; πρός τινα Plut. [from τειχομά˘χης]