τιθηνέομαι

From LSJ
Revision as of 01:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monotonic

τῐθηνέομαι:1. Μέσ., περιποιούμαι, περιθάλπω, διατρέφω ως τροφός, σε Θέογν., Ξεν.
2. διατηρώ, διατρέφω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῐθηνέομαι: 1) кормить грудью (παῖδα νεογνόν HH): ἡ τιθηνουμένη Luc. кормилица;
2) няньчить, ласкать (τινα Xen.);
3) лелеять или взращивать (τοὺς Ἀδώνιδος κήπους Plut.);
4) покровительствовать: σεμνὰ τέλη θνατοῖσι τ. Soph. (о Деметре и Персефоне) помогать людям справлять мистерии.

Middle Liddell

[Mid.]
1. to nurse, suckle, tend as nurse, Theogn., Xen.
2. to keep up, maintain, Soph.