φιλογηθής
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ές, only in Dor.form φῐλο-γᾱθής: (γῆθος, γᾶθος):—
A loving mirth, mirthful, A.Th.918 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1279] ές, dor. φιλογαθής, die Freude, die Fröhlichkeit liebend, Aesch. Spt. 901.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλογηθής: -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· (γῆθος, γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, εὔθυμος, φαιδρός, Αἰσχύλ. Θηβ. 918.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime la joie.
Étymologie: φίλος, γῆθος.
Greek Monolingual
-ές, Α
(σπάν. τ.) βλ. φιλογαθής.
Greek Monotonic
φῐλογηθής: -ές, μόνο σε Δωρ. τύπο -γᾱθής, (γηθέω), αυτός που αγαπά το κέφι, κεφάτος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φιλογηθής: дор. φιλογᾱθής 2 любящий веселье, жизнерадостный Aesch.
Middle Liddell
φῐλο-γηθής, ές only in doric form φιλο-γᾱθής] γηθέω
loving mirth, mirthful, Aesch.