φύγαδε

From LSJ
Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγᾰδε Medium diacritics: φύγαδε Low diacritics: φύγαδε Capitals: ΦΥΓΑΔΕ
Transliteration A: phýgade Transliteration B: phygade Transliteration C: fygade Beta Code: fu/gade

English (LSJ)

Adv., (φῠγή)

   A to flight, φύγαδε τράπε μώνυχας ἵππους Il.8.157, cf. 257; φύγαδ' αὖτις ὑποστρέψας 11.446; ἄλλοι φ. μνώοντο ἕκαστος 16.697.

German (Pape)

[Seite 1311] adv., in die Flucht, zur Flucht, zurück; Il. oft, z. B. φύγαδ' ἔτραπε μώνυχας ἵππους 8, 157; ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος 16, 697, Jeder dachte an die Flucht.

Greek (Liddell-Scott)

φύγᾰδε: Ἐπίρρ. (φυγὴ) ὡς τὸ φόβονδε, εἰς φυγήν, φύγαδ’ ἔτραπε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Θ. 157, 257· φύγαδ’ ὑποστρέψας Λ. 446· ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος Π. 697· πρβλ. φύγδα.

French (Bailly abrégé)

adv.
en fuite avec mouv.
Étymologie: φυγή, -δε.

English (Autenrieth)

to flight. (Il.)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ' ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. κρήνην-δε), βλ. και λ. φύξ].

Greek Monotonic

φύγᾰδε: επίρρ. (φῠγή) όπως φόβονδε, μέσω φυγής ή δραπέτευσης, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους, έτρεψε τα άλογά του σε φυγή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φύγαδε: (ῠ) adv. в бегство (τρέπειν τινά Hom.): φ. μνώοντο ἕκαστος Hom. каждый помышлял о бегстве.

Middle Liddell

[φῠγή]
like φόβονδε, to flight, to flee, φύγαδ' ἔτραπεν ἵππους turned his horses to flight, Il.