Λητῷος

From LSJ
Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek (Liddell-Scott)

Λητῷος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν Λητὼ ἢ γεγεννημένος ἐκ τῆς Λητοῦς, κόρη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169, Σοφ. Ἠλ. 570· Δωρ. Λατῴα, Ἀνθ. Π. 6. 280· θηλ. ὡσαύτως Λατωιάς, άδος, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 83, Ὀππ. κτλ.· καὶ Λητωίς, ίδος. Ἀνθ. Π. 6. 272, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 938. ΙΙ. τὸ Λητῷον, ὁ ναὸς τῆς Λητοῦς, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. ἐν ἀρχ., Στράβ. 665.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Latone : Λητῴα κόρη SOPH la fille de Latone (Artémis).
Étymologie: Λητώ.

Greek Monotonic

Λητῷος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στη Λητώ ή γεννήθηκε από αυτήν, σε Σοφ.· Δωρ. Λᾶτῴα, σε Ανθ.· θηλ. επίσης, Λητωΐς, -ΐδος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Λητῷος: дор. Λᾱτῷος 3 adj. к Λητώ: Λητῴα κόρη Soph. = Ἄρτεμις.

Middle Liddell

Λητῷος, η, ον [from Λητώ
of or born from Leto, Soph.; doric Λατῴα, Anth.: fem. also Λητωίς, ίδος, Anth.