μαρμαρογλυφία

From LSJ
Revision as of 03:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρογλῠφία Medium diacritics: μαρμαρογλυφία Low diacritics: μαρμαρογλυφία Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΓΛΥΦΙΑ
Transliteration A: marmaroglyphía Transliteration B: marmaroglyphia Transliteration C: marmaroglyfia Beta Code: marmaroglufi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A sculpture in marble, Str.10.5.7.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾱρογλῡφία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ γλύφειν ὁμοιώματα ἢ κοσμήματα ἐπὶ μαρμάρου, Στράβων 487.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de sculpter un bloc de marbre.
Étymologie: μάρμαρος, γλύφω.

Greek Monolingual

η (Α μαρμαρογλυφία)
η τέχνη της κατεργασίας μαρμάρων, της κατασκευής μαρμάρινων ομοιωμάτων ή διακοσμητικών σχεδίων πάνω σε μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -γλυφία (< -γλυφος < γλύφω)].

Greek Monotonic

μαρμᾰρογλῠφία: ἡ, σκάλισμα ή γλυπτική σε μάρμαρο, σε Στράβ.

Middle Liddell

μαρμᾰρο-γλῠφία, ἡ,
sculpture in marble, Strab.