ξανθοκάρηνος

From LSJ
Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθοκάρηνος Medium diacritics: ξανθοκάρηνος Low diacritics: ξανθοκάρηνος Capitals: ΞΑΝΘΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: xanthokárēnos Transliteration B: xanthokarēnos Transliteration C: ksanthokarinos Beta Code: canqoka/rhnos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A with yellow head, of Dionysus, AP9.524.15.

German (Pape)

[Seite 275] mit blondem Haupte, Bacchus, Hymn., (IV, 524, 15), wie Inscr. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la tête ou à la chevelure blonde.
Étymologie: ξανθός, κάρηνον.

Greek Monolingual

ξανθοκάρηνος, -ον (Α)
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που έχει ξανθό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κάρηνον «κεφαλή» (πρβλ. χρυσο-κάρηνος)].

Greek Monotonic

ξανθοκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει ξανθό κεφάλι, ξανθομάλλης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ξανθοκάρηνος: (ᾰρ) светлоголовый, т. е. светловолосый (Βάκχος Anth.).

Middle Liddell

ξᾰνθο-κάρηνος, ον, κάρηνον
with yellow head, Anth.