ὀλοφυρτικός

From LSJ
Revision as of 04:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυρτικός Medium diacritics: ὀλοφυρτικός Low diacritics: ολοφυρτικός Capitals: ΟΛΟΦΥΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: olophyrtikós Transliteration B: olophyrtikos Transliteration C: olofyrtikos Beta Code: o)lofurtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to lamentation, querulous, Arist.EN1125a9. Adv. -κῶς J.BJ6.5.3.

German (Pape)

[Seite 327] zum Wehklagen gehörig, geneigt, klagend, kläglich, Arist. eth. 4, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, θρηνητικός, παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plaintif, qui se lamente.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.

Greek Monolingual

ὀλοφυρτικός, -ή, -όν (Α) ολοφύρομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, θρηνητικός
2. μεμψίμοιρος, παραπονιάρης.
επίρρ...
ὀλοφυρτικῶς (Α)
με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.

Greek Monotonic

ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, παραπονιάρης, κλαψιάρης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφυρτικός: склонный к жалобам Arst.

Middle Liddell

ὀλοφυρτικός, ή, όν [from ὀλοφύρομαι
querulous, Arist.