ὀνοτός

From LSJ
Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοτός Medium diacritics: ὀνοτός Low diacritics: ονοτός Capitals: ΟΝΟΤΟΣ
Transliteration A: onotós Transliteration B: onotos Transliteration C: onotos Beta Code: o)noto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A v. ὀνοστός.

German (Pape)

[Seite 350] = ὀνοστός; Pind. I. 3, 68; Ap. Rh. 4, 91, Schol. μεμπτός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοτός: -ή, -όν, ἴδε ὀνοστός.

English (Slater)

ὀνοτός
   1 contemptible οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς (sc. Μέλισσος) (I. 4.51)

Greek Monolingual

ὀνοτός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) (δ. γρφ.) βλ. ονοστός.

Greek Monotonic

ὀνοτός: -ή, -όν, = ὀνοστός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνοτός: Pind. = ὀνοστός.

Middle Liddell

ὀνοτός, ή, όν = ὀνοστός, Pind.]