παρέκχυσις

From LSJ
Revision as of 05:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρέκχῠσις Medium diacritics: παρέκχυσις Low diacritics: παρέκχυσις Capitals: ΠΑΡΕΚΧΥΣΙΣ
Transliteration A: parékchysis Transliteration B: parekchysis Transliteration C: parekchysis Beta Code: pare/kxusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A overflowing, of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc.    2 effusion, αἵματος Gal.19.124 ; of humours, Cass.Fel.76 ; = ὕδερος, Cael.Aur.TP3.8.

German (Pape)

[Seite 514] ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παρέκχῠσις: ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· ἔκχυσιςἐξόρμησις ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 débordement d’un fleuve;
2 épanchement d’humeurs.
Étymologie: παρεκχέω.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ παρεκχέω
1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα
2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», Γαλ.)
αρχ.
(για χυμούς) έκχυση.

Greek Monotonic

παρέκχῠσις: ἡ, εκχείλιση, λέγεται για ποτάμια, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

παρέκχῠσις: εως ἡ разлив, наводнение Polyb.

Middle Liddell

παρέκχῠσις, εως, [from παρεκχέω
an overflowing, of rivers, Strab.