παρμόνιμος
From LSJ
ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs
English (LSJ)
πάρμονος, poet. for παρα-.
German (Pape)
[Seite 524] poet. statt παραμόνιμος, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
παρμόνιμος: πάρμονος, ποιητ. ἀντὶ παραμ-.
French (Bailly abrégé)
poét. c. παραμόνιμος.
English (Slater)
παρμόνῐμος
1 abiding by c. dat. οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν pr. (P. 7.20)
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. παραμόνιμος.
Greek Monotonic
παρμόνιμος: πάρμονος, ποιητ. αντί παραμ-.
Russian (Dvoretsky)
παρμόνιμος: 2, реже 3 дор. = παραμόνιμος.
Middle Liddell
poet. for παραμ]