πειθός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A = πιθανός, 1 Ep.Cor.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
πειθός: -ή, -όν, ἀνώμαλος τύπος τοῦ πιθανός, Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.
English (Strong)
from πείθω; persuasive: enticing.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
πιθανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ός].
Greek Monotonic
πειθός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πιθανός, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πειθός: убедительный (σοφίας λόγοι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειθός -ή -όν overtuigend.\n