γρυκτός

From LSJ
Revision as of 06:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρυκτός Medium diacritics: γρυκτός Low diacritics: γρυκτός Capitals: ΓΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: gryktós Transliteration B: gryktos Transliteration C: gryktos Beta Code: grukto/s

English (LSJ)

ή, όν, (γρύζω) ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν

   A ; will ye dare to grumble? Ar.Lys.656.

Greek (Liddell-Scott)

γρυκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ γρύζω, ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; θὰ τολμήσετε νὰ εἴπητε γρῦ; Ἀριστοφ. Λυσ. 656.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se debe gruñir, ἆρα γρυκτόν ἐστι ὑμῖν; ¿vais acaso a gruñir? Ar.Lys.656.

Greek Monolingual

-ή, -όν
βλ. γρύζω.

Russian (Dvoretsky)

γρυκτός: adj. verb. к γρύζω I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γρυκτός -ή -όν γρύζω te morren :. ἆρα γρυκτόν ἐστιν ὑμῖν; hebben jullie iets te morren? Aristoph. Lys. 656.