τέο

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέο Medium diacritics: τέο Low diacritics: τέο Capitals: ΤΕΟ
Transliteration A: téo Transliteration B: teo Transliteration C: teo Beta Code: te/o

English (LSJ)

gen. of interrog. τίς, v. τις B init.    II τεο, gen. of enclit. τις, v. τις A init.    III τέο, Dor. gen. of ού (τύ), v. σύ; Ep. τεοῖο, ibid. τεοισι, τέοισι, Ion. for τισι, τίσι, v. τις A and B init. τέος, Dor. gen. of σύ (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1092] dor. gen. von σύ statt σοῦ, Alcm. ion. u. dor. gen. von τίς statt τίνος (s. τίς), u. entl. = τινός.

Greek (Liddell-Scott)

τέο: Ἰων. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἐρωτημ. ἀντωνυμ. τίς, Ἰλ. Β. 225, κλπ. ΙΙ. τεο, Ἰων. καὶ Δωρ. γεν. τῆς ἐγκλιτ. ἀντωνυμ. τις, Ὀδ. Π. 305, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

1ion. et dor. p. τίνος, gén. de τίς interrogatif.

English (Autenrieth)

see τίς, τὶς.

Greek Monolingual

(I)
Α
(ιων. και δωρ. και επικ. τ. γεν.) βλ. τίς.
(III)
Α
(δωρ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.

Greek Monotonic

τέο:I. Ιων. και Δωρ. γεν. της ερωτημ. αντων. τίς, σε Ομήρ. Ιλ. II.τέο, Ιων. και Δωρ. γεν. της εγκλιτ. αντων. τις, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
τέο: Δωρ. γεν. του σύ (τύ), Επικ. τεοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τέο: I эп.-ион.-дор. = τίνος (gen. к τίς).
II эп.-ион.-дор. = τινός (gen. к τὶς).