τέο
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
gen. of interrog. τίς, v. τις B init.
II τεο, gen. of enclit. τις, v. τις A init.
III τέο, Dor. gen. of ού (τύ), v. σύ; Ep. τεοῖο, ibid. τεοισι, τέοισι, Ion. for τισι, τίσι, v. τις A and B init. τέος, Dor. gen. of σύ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1092] dor. gen. von σύ statt σοῦ, Alcm. ion. u. dor. gen. von τίς statt τίνος (s. τίς), u. entl. = τινός.
French (Bailly abrégé)
1ion. et dor. p. τίνος, gén. de τίς interrogatif.
Russian (Dvoretsky)
τέο:
I эп.-ион.-дор. = τίνος (gen. к τίς).
II эп.-ион.-дор. = τινός (gen. к τὶς).
Greek (Liddell-Scott)
τέο: Ἰων. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἐρωτημ. ἀντωνυμ. τίς, Ἰλ. Β. 225, κλπ. ΙΙ. τεο, Ἰων. καὶ Δωρ. γεν. τῆς ἐγκλιτ. ἀντωνυμ. τις, Ὀδ. Π. 305, Ἡρόδ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
Α
(ιων. και δωρ. και επικ. τ. γεν.) βλ. τίς.
(III)
Α
(δωρ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.
Greek Monotonic
τέο:I. Ιων. και Δωρ. γεν. της ερωτημ. αντων. τίς, σε Ομήρ. Ιλ. II. τέο, Ιων. και Δωρ. γεν. της εγκλιτ. αντων. τις, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
• τέο: Δωρ. γεν. του σύ (τύ), Επικ. τεοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.