τέο

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέο Medium diacritics: τέο Low diacritics: τέο Capitals: ΤΕΟ
Transliteration A: téo Transliteration B: teo Transliteration C: teo Beta Code: te/o

English (LSJ)

gen. of interrog. τίς, v. τις B init.
II τεο, gen. of enclit. τις, v. τις A init.
III τέο, Dor. gen. of ού (τύ), v. σύ; Ep. τεοῖο, ibid. τεοισι, τέοισι, Ion. for τισι, τίσι, v. τις A and B init. τέος, Dor. gen. of σύ (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1092] dor. gen. von σύ statt σοῦ, Alcm. ion. u. dor. gen. von τίς statt τίνος (s. τίς), u. entl. = τινός.

French (Bailly abrégé)

1ion. et dor. p. τίνος, gén. de τίς interrogatif.

Russian (Dvoretsky)

τέο:
I эп.-ион.-дор. = τίνος (gen. к τίς).
II эп.-ион.-дор. = τινός (gen. к τὶς).

Greek (Liddell-Scott)

τέο: Ἰων. καὶ Δωρ. γενικ. τῆς ἐρωτημ. ἀντωνυμ. τίς, Ἰλ. Β. 225, κλπ. ΙΙ. τεο, Ἰων. καὶ Δωρ. γεν. τῆς ἐγκλιτ. ἀντωνυμ. τις, Ὀδ. Π. 305, Ἡρόδ.

English (Autenrieth)

see τίς, τὶς.

Greek Monolingual

(I)
Α
(ιων. και δωρ. και επικ. τ. γεν.) βλ. τίς.
(III)
Α
(δωρ. τ. γεν. της προσ. αντων. β' προσ. σύ) βλ. εσύ.

Greek Monotonic

τέο:I. Ιων. και Δωρ. γεν. της ερωτημ. αντων. τίς, σε Ομήρ. Ιλ. II. τέο, Ιων. και Δωρ. γεν. της εγκλιτ. αντων. τις, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
τέο: Δωρ. γεν. του σύ (τύ), Επικ. τεοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.