ἐπισυμβαίνω
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
A happen besides, supervene, Arist.Rh.Al.1426a6, APr.64b30 ; ἐπισυνέβη, c. acc. et inf., J.AJ15.7.10 ; τὰ -οντα ἀρρωστήματα Jul.Ep.75b, cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.15. II come into existence afterwards, S.E.M.9.371,11.130. 2 c. dat., ὃ ἂν γενομένῃ τῇ οὐσίᾳ ἐπισυμβῇ Plot.6.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμβαίνω: συμβαίνω πρὸς τοῖς ἄλλοις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 2, Ἀν. Πρβλ. 2. 16, 1. ΙΙ. ἐπιγίγνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 371, πρβλ. 373.
Greek Monolingual
(AM ἐπισυμβαίνω)
συμβαίνω κατόπιν, επακολουθώ
αρχ.
δημιουργούμαι μετά από κάποιον άλλο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυμβαίνω:
1) (непредвиденным образом, неожиданно) случаться, возникать или привходить Arst., Sext.;
2) (вслед за чем-л.) образовываться, рождаться Sext.