Λακωνίζω

From LSJ
Revision as of 09:50, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λᾰκωνίζω Medium diacritics: Λακωνίζω Low diacritics: Λακωνίζω Capitals: ΛΑΚΩΝΙΖΩ
Transliteration A: Lakōnízō Transliteration B: Lakōnizō Transliteration C: Lakonizo Beta Code: *lakwni/zw

English (LSJ)

   A imitate Lacedaemonian manners, dress, etc., Pl.Prt. 342b sq., X.HG4.8.18, D.54.34; Λ. τῇ διαίτῃ Plu.Alc.23; τῇ φωνῇ Id.2.150b: hence, speak laconically, ib.513a, etc.; = titubo, Gloss.    II act in the Lacedaemonian interest, X.HG4.4.2, etc.    III = παιδεραστέω, Ar.Fr.338, Eup.351.1.

Greek (Liddell-Scott)

Λᾰκωνίζω: μιμοῦμαι λακωνικοὺς τρόπους, ἱματισμόν, κτλ., Πλάτ. Πρωτ. 342Β. κέξ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 18. καὶ 28, Δημ. 1267· 23· Λ. τῇ διαίτῃ Πλουτ. Ἀλκ. 23· τῇ φωνῇ ὁ αὐτ. ἐν 2. 150Α· - ἐντεῦθεν, ὁμιλῶ λακωνικῶς, αὐτόθι 513Α, κτλ. ΙΙ. φρονῶ τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, εἶμαι μὲ τὸ μέρος αὐτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 2, κτλ. ΙΙΙ. = παιδεραστέω, περὶ οὗ οἱ Λακεδαιμόνιοι ὠνειδίζοντο, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 322, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2· ἴδε κυσολάκων.

Greek Monotonic

Λᾰκωνίζω:I. μιμούμαι τους Λακεδαιμονίους, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με τους λακωνικούς τρόπους, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.
II. συμφωνώ με τους Λακεδαιμονίους, είμαι με το μέρος τους, συντάσσομαι στο πλευρό τους, σε Ξεν.

Middle Liddell

Λᾰκωνίζω, [from Λά˘κων]
I. to imitate the Lacedaemonians, Plat., Xen., etc.
II. to be in the Lacedaemonian interest, to Laconize, Xen.