Κρονιάς
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of Κρόνιος: αἱ K. (sc. ἡμέραι), = Saturnalia, Plu.Cic.18.
Greek (Liddell-Scott)
Κρονιάς: -άδος, ἡ, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
de Saturne à Rome : Κρονιάδες ἡμέραι les Saturnales.
Étymologie: Κρόνος.
Greek Monotonic
Κρονιάς: -άδος, ἡ, βλ. Κρόνιος.
Russian (Dvoretsky)
Κρονιάς: άδος (ᾰδ) adj. f посвященный Крону (римск. Сатурну): Κρονιάδες ἡμέραι Plut. Сатурновы дни, Сатурналии.