ενδεής

From LSJ
Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

-ές (AM ἐνδεής, -ές)
εκείνος που του λείπουν ακόμη και τα απαραίτητα για τη ζωή του, άπορος, πάμφτωχος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ενδεής
γένος κολεόπτερων εντόμων
αρχ.-μσν.
1. αυτός που έχει έλλειψη από κάτι, ανάγκη να αποκτήσει κάτιἐνδεής τίνος», «πολλῶν ἐνδεής», «σμικροῡ τινος ἐνδεής»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδεές
η ένδεια
αρχ.
1. εκείνος που υπολείπεται ως προς κάτι, που παρουσιάζει έλλειψη σε κάτι («τῇ παρασκευῇ ἐνδεὴς ἐγένετο»)
2. κατώτερος, υποδεέστερος από κάποιον ως προς κάτι («γένει τε οὐδενός ἐνδεής»)
3. ατελής, ανεπαρκής
(«αἱ πρῶται ξυνθῆκαι... ἐνδεεῑς εἶναι»)
4. (ως όρος της γραμματικής) ελλειπτικός.