ἑσπερινός
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
German (Pape)
[Seite 1043] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσπερινός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ θυσία Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· σύναξις Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. ὕμνος) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ μέγας ἑσπερινός, καθ’ ὃν τελεῖται καὶ εἴσοδος καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ συνήθης.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du soir.
Étymologie: ἕσπερος.
Greek Monolingual
-ή, -ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, -ή, -ό (ΑΜ ἑσπερινός, -ή, -όν) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπέριος
2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος)
η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση του ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια προσευχή της επόμενης ημέρας και γι' αυτό ψάλλονται τροπάρια και απολυτίκιο της εορτής της επόμενης ημέρας
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἑσπερινόν
το βράδυ.
Greek Monotonic
ἑσπερῐνός: -ή, -όν, = το επόμ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἑσπερῐνός: Xen., Anth. = ἑσπέριος.
Middle Liddell
ἑσπερῐνός, ή, όν = ἑσπέριος, Xen.]