γέλος
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
German (Pape)
[Seite 480] ὁ, äol. = γέλως, s. Greg. Cor. p. 608.
Greek (Liddell-Scott)
γέλος: ὁ, ἴδε γέλως.
English (Autenrieth)
dat. γέλῳ, acc. γέλω and γέλον: laughter; γέλῳ ἔκθανον, ‘laughed themselves to death,’ Od. 18.100.
see γέλως.
Greek Monolingual
το
1. το γέλιο
2. γέλιο σαρκαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γέλως. Για την αλλαγή του γένους πρβλ. ο βουνός-το βουνό, η βάλσαμος-το βάλσαμο, ο δάκτυλος-το δάκτυλο, η ελάτη-το έλατο, η δρόσος-το δρόσος κ.λπ.].