δειλινό
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM δειλινός, -ή, -όν)
δειλινό (AM το ουδ. ως ουσ.)
1. το δείλι
2. το βραδινό φαγητό, το δείπνο («έφαγα το δειλινό μου»)
3. (ως επίρρ.) κατά το δειλινό («το δειλινό θε να 'ρθω», «... ὡς περιπατήσαιμι τὸ δειλινὸν ἐν Κεραμεικῷ»)
νεοελλ.
1. φυτό του οποίου τα άνθη ανοίγουν το δειλινό και ξανακλείνουν τα πέταλά τους το πρωί
μσν.
το θηλ. ως ουσ. η δειλινή
το απόγευμα («νύκτας, ἡμέρας καὶ πουρνὰς καὶ δειλινὰς κ' ἑσπέρας»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δείλι
2. ο δυτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθ. δειλινός < δείλη.