ρυάδα

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

η / ῥυάς, -άδος, ὁ, ἡ, το, ΝΜΑ
το θηλ. ως ουσ. η ρυάδα και ῥυάς
νόσος τών οφθαλμών που προκαλεί συνεχή, παθολογική ροή δακρύων
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. α) ασθένεια του τριχωτού της κεφαλής, τριχόπτωση
β) ασθένεια τών αμπελιών που προκαλεί πτώση τών ρωγών
αρχ.
ως επίθ.
1. πλαδαρός, σαν να είναι ρευστός («σώματος ῥυάδος γενομένου», Αριστοτ.)
2. αυτός που αποβάλλει κάτι, που του πέφτουν τα φύλλα ή οι τρίχες («ῥυὰς ἄμπελος», Θεόφρ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ουρητική σύριγγα, καθετήρας
4. (το θηλ. ως ουσ. στον πληθ.) αἱ ῥυάδες
κοπάδια ψαριών που τα παρασύρουν τα ρεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. μαιν-άς, -άδος)].