ποσειδώνιος

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ποσειδώνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και ποσειδαώνιος και δωρ. τ. ποσειδάνιος, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ποσειδώνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποσειδώνια και δωρ. τ. ποσειδάνια
εορτές της αρχαιότητας προς τιμήν του Ποσειδώνος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ποσειδωνία
α) βοτ. υδρόβιο φυτό με πρασινωπά άνθη που φυτρώνει στον βυθό της θάλασσας
β) (παλαιοντ.) απολιθωμένο δίθυρο μαλάκιο
2. το ουδ. ως ουσ. το ποσειδώνιο
χημ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο που συμβολίζεται με Νρ, έχει ατομικό αριθμό 93 και πολλά ισότοπα, αλλ. νεπτούνιο
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.)τὸ Ποσειδώνιον και Ποσειδώνειον και δωρ. τ. Ποσειδάνιον και δελφ. τ. Ποτειδάνιον
το ιερό του Ποσειδώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδῶν(ας). Το ουδ. ποσειδώνιο ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι απόδοση στην Ελληνική του νεολατ. neptunium (< λατ. Neptunus «Ποσειδών»)].