ποσειδώνιος

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ποσειδώνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και ποσειδαώνιος και δωρ. τ. ποσειδάνιος, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ποσειδώνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ποσειδώνια και δωρ. τ. ποσειδάνια
εορτές της αρχαιότητας προς τιμήν του Ποσειδώνος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ποσειδωνία
α) βοτ. υδρόβιο φυτό με πρασινωπά άνθη που φυτρώνει στον βυθό της θάλασσας
β) (παλαιοντ.) απολιθωμένο δίθυρο μαλάκιο
2. το ουδ. ως ουσ. το ποσειδώνιο
χημ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο που συμβολίζεται με Νρ, έχει ατομικό αριθμό 93 και πολλά ισότοπα, αλλ. νεπτούνιο
αρχ.
(το ουδ. ως κύριο όν.)τὸ Ποσειδώνιον και Ποσειδώνειον και δωρ. τ. Ποσειδάνιον και δελφ. τ. Ποτειδάνιον
το ιερό του Ποσειδώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδῶν(ας). Το ουδ. ποσειδώνιο ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι απόδοση στην Ελληνική του νεολατ. neptunium (< λατ. Neptunus «Ποσειδών»)].