λαγωβόλος

From LSJ
Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source

Greek Monolingual

-ο (Α λαγωβόλος, -ον, ουδ. και λαγωοβόλον)
το ουδ. ως ουσ. το λαγωβόλο(ν) ή λαγωοβόλον
η λαγουδέρα ή λαγούσα
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά λαγούς
2. το ουδ. ως ουσ. ποιμενική ράβδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.