κατιών
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
-ούσα, -όν κάτειμι
1. αυτός που κατέρχεται ή φέρεται προς τα κάτω
2. το ουδ. ως ουσ. το κατιόν χημ.
α) θετικώς φορτισμένο ιόν το οποίο οδεύει προς την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση ενός διαλύματος
β) άτομο ή ομάδα ατόμων τα οποία ύστερα από απώλεια ηλεκτρονίων φέρουν θετικό φορτίο
3. φρ. α) (νομ.) «κατιόντες συγγενείς» ή «οι κατιόντες» — οι συγγενείς που κατάγονται από κάποιο πρόσωπο κατ' ευθεία γραμμή
β) μουσ. «κατιούσα κλίμακα» ή «κατιόντες φθόγγοι» — οι φθόγγοι οι οποίοι κατέρχονται διαδοχικά από τον οξύτερο προς τον βαρύτερο
γ) (βυζ. μουσ.) «κατιών χαρακτήρας» — σημείο της βυζαντινής παρασημαντικής που επιβάλλει την κατάβαση της φωνής και που ανήκει στην κατηγορία τών χαρακτήρων ποσότητας.