χρυσοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκέφᾰλος Medium diacritics: χρυσοκέφαλος Low diacritics: χρυσοκέφαλος Capitals: ΧΡΥΣΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: chrysoképhalos Transliteration B: chrysokephalos Transliteration C: chrysokefalos Beta Code: xrusoke/falos

English (LSJ)

ον,

   A with golden head, epith. of a fish, Phryn.Com. 50.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenem Kopfe, Phryn. com. bei Ath. VI, 287 b.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κεφαλήν, ἐπίθ. ἰσχύος τινός, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν Τραγῳδοῖς ἢ «Ἀπελευθέροις 2. ΙΙ. ὁ φορῶν χρυσοῦν στέμμα, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
1. αυτός που φορεί χρυσό στέμμα
2. το αρσ. ως ουσ.χρυσοκέφαλος
εκκλ. (στο Βυζ.) χαρτοφύλακας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ταυρο-κέφαλος.