Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επίσταθμος

From LSJ
Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίσταθμος, -ον) σταθμός
αυτός που σταθμεύει σε έναν τόπο
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίσταθμος
ο επιμελητής της επισταθμίας, αυτός που πήρε εντολή να προετοιμάσει επισταθμία
αρχ.
1. ο φρουρός στην είσοδο σταθμού
2. ο υπεύθυνος του συμποσίου
3. το αρσ. ως ουσ.ἐπίσταθμος
επόπτης της διοίκησης
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσταθμα
πρόσθετα σταθμά.