ανακούρκουδα
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ.
1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών
2. οκλαδόν
3. ύπτια, ανάσκελα
4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ., κατά τον Κοραή, από ανα- + ιταλ. corcare «ξαπλώνω» ή ανα- + αρχ. επίρρ. κλωκυδά «κάθομαι και στα δύο πόδια» (Ησύχιος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. προήλθε από τη φράση ανά κόκκυγα. Σύμφωνα τέλος με τρίτη άποψη, η λ. ετυμολογείται από ανα- + μσν. κουκούβα «κουκουβάγια» > ανακούκουδα (με τροπή του β σε δ) > ανακούρκουδα (με προσθήκη του ρ). Κατ’ αυτή δηλαδή την άποψη, η λ. προήλθε από τη στάση της κουκουβάγιας, που συνήθως κάθεται μαζεμένα, συνεσταλμένα].