εὐκτήριος
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
α, ον,
A of or for prayer, οἶκος Cod.Just.1.2.15 Intr. II Subst. εὐκτήριον, τό, oratory, Just.Nov.131.7 Intr., Rev.Bibl.1911.287 (Jericho, vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1076] ον, zum Beten gehörig, z. B. οἶκος, K. S.; τὸ εὐκτήριον, Beifall, ibd.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτήριος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς προσευχήν, εὐκτήριος οἶκος Συλλ. Ἐπιγρ. 8638, Εὐσέβ. Π. 928Α, Βασίλ. IV. 473Β, Δίδ. Ἀλ. 589Β, κλ. ΙΙ. εὐκτήριον, τό, ἰδιαίτερον μέρος πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, παρεκκλήσιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8668, Γρηγ. Θαυματουργ. 1048Α, Δίδ. Ἀλ. 589C, Ἐπιφάν. ΙΙ. 757D, κλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ εὐκτήριος, -ία, -ον)
1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή
2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριο
μέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τήριος < ρίζα ευχ- (εύχομαι) + κατάλ. -τήριος. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και απλοποίηση του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (efktirios > fktirios > ktirios) στη φράση ευκτήριος (οίκος) προέκυψε το κτήριο με σημασία «οικοδόμημα»].