μουρμούρα

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

η
1. ήχος συνεχών ψιθυρισμών, ψιθύρισμα
2. γκρίνια, μεμψιμοιρία, παράπονο
3. κοινή ονομασία του είδους Lithognathus mormyrus, θαλάσσιου τελεόστεου ψαριού της οικογένειας sparidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μουρμουρίζω (πρβλ. ιταλ. murmure > λατ. murmur)].