ἐπιτίμαιος

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίμαιος Medium diacritics: ἐπιτίμαιος Low diacritics: επιτίμαιος Capitals: ΕΠΙΤΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: epitímaios Transliteration B: epitimaios Transliteration C: epitimaios Beta Code: e)piti/maios

English (LSJ)

[τῑ], ὁ, (

   A ἐπιτιμάω 11.2) fault-finder, nickname of the historian Timaeus, Ister ap.Ath.6.272b, D.S.5.1:

German (Pape)

[Seite 993] ὁ, wird scherzhaft der griech. Geschichtschreiber Timäus bei Ath. VI, 272 b genannt, διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιτιμήσεως, der Tadelsüchtige, vgl. D. Sic. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίμαιος: (ἐπιτῑμάω ΙΙ. 2), ὁ εὑρίσκων σφάλματα καὶ ἐπιτιμῶν τοὺς ἄλλους, κωμικὸν ἐπώνυμον τοῦ ἱστορικοῦ Τιμαίου, Ἴστρος ὁ Καλλιμάχειος παρ’ Ἀθην. 272Β, πρβλ. Διοδ. 5. 1.

Greek Monolingual

ἐπιτίμαιος και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α)
(κωμ. παρωνύμιο του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους
(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατσούκλι (παρωνύμιο) του ιστορικού Τιμαίου: επιτίμαιος < επιτιμώ (πρβλ. τιμαίος (> Τίμαιος) < τιμώ].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτίμαιος: (τῑ) попрекающий, придирчивый (шутл. прозвище историка Тимея) Diod.