Ὀλυμπιονίκης

From LSJ
Revision as of 10:05, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*")

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὀλυμπιονίκης Medium diacritics: Ὀλυμπιονίκης Low diacritics: Ολυμπιονίκης Capitals: ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ
Transliteration A: Olympioníkēs Transliteration B: Olympionikēs Transliteration C: Olympionikis Beta Code: *)olumpioni/khs

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. Ὀλυμπιο-νίκας, ᾱ, ὁ,

   A conqueror in the Olympic games, Pi.O.6.4, al., Hdt.5.47,71, And.4.33, Pl.R.465d, Arist.Rh.1365a25.    II as Adj., Ὀ. ὕμνος, τεθμός, Pi.O.3.3,7.88.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, συχν. παρὰ Πινδ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. ὕμνος, τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le vainqueur aux jeux olympiques.
Étymologie: Ὀλύμπια, νικάω.

Greek Monotonic

Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, (νικάω),·
I. νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.
II. ως επίθ., Ὀλυμπιονίκης ὕμνος, στον ίδ.

Middle Liddell

νικάω
I. a conqueror in the Olympic games, Pind.
II. as adj., Ὀλ. ὕμνος Pind.