βραχίονας
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
(AM βραχίων)
1. το μέρος του χεριού από τον αγκώνα ως τον ώμο
2. ολόκληρο το χέρι
νεοελλ.
1. κάθε εξάρτημα μηχανής ή εργαλείου, το οποίο μοιάζει με βραχίονα
2. διακλάδωση ποταμού, ιδίως κοντά στις εκβολές
μσν.
βράχος
αρχ.
1. η ωμοπλάτη
2. φρ. α. «ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ» β. «ἐκ βραχιόνων» με τη δύναμη του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για τη λ. βραχίων δεν υπάρχει αντίστοιχος τ. της Ινδοευρωπαϊκής. Αν όμως ληφθεί υπ' όψιν η αρχική της σημ. «ωμοπλάτη», τότε είναι πιθανή η ετυμολ. του γραμματικού Πολυδεύκη (2ος μ. Χ. αιώνας), κατά τον οποίο η λ. ονομάστηκε έτσι «ότι εστί του πήχεως βραχύτερος», δεδομένου ότι το βραχίων είναι συγκριτικός βαθμός του επιθ. βραχύς. Στην αρχαία Ελληνική ο βραχίων δηλωνόταν επίσης με τις λέξεις αγκών και πήχυς (στους ποιητές). Στο βραχίων ανάγεται εξάλλου και η αντιδάνεια λ. μπράτσο (< βεν. brazzo < λατ. bracchium < βραχίων). Το λατ. bracchium, απ' όπου και το γαλλ. bras, είναι δάνειο από την Ελληνική].