αποσχίζω

Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

κ. -σκίζω (AM ἀποσχίζω)
1. σχίζω, αποσπώ βίαια, αποχωρίζω
2. (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι (κυρίως από την Εκκλησία), γίνομαι σχισματικός
νεοελλ.
1. σκίζω εντελώς, ολοκληρώνω το σκίσιμο
2. (-ομαι) μεταβαίνω από μια πολιτική παράταξη σε άλλη, αποσκιρτώ
αρχ.
φρ. «ἀποσχίζω τινὰ τοῦ λόγου» — διακόπτω κάποιον που μιλά.