επισκιάζω

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπισκιάζω)
ρίχνω σκιά πάνω σε κάτινεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ)
νεοελλ.
με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι
αρχ.-μσν.
(για τον θεό) προστατεύω («πνεῡμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπισκιάσει Σοι», ΚΔ)
μσν.
εμποδίζω κάποιον να δει
αρχ.
1. καλύπτω, κρύβω («οὐδ’ ἐπισκιάζουσι τὴν θωπείαν», Λουκιαν.)
2. παθ. ἐπισκιάζομαι
α) κρύβομαι από εχθρικά ή αδιάκριτα βλέμματα («λαθραῑον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη», Σοφ.)
β) έχω ασθενική όραση.