επικουρώ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
Greek Monolingual
(AM ἐπικουρῶ, -έω) επίκουρος
βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.)
μσν.
υπερασπίζω
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς», Αριστοφ.)
2. (για πράγμ.) είμαι χρήσιμος, ωφέλιμος σε κάποιον
3. προφυλάσσω κάποιον από κάτι («εἴ τῳ χειμώνᾳ ἐπεκούρησα», Ξεν.)
4. προμηθεύω
5. (με δοτ. πράγμ.) ανακουφίζω από κάτι («ἀξιάγαστον δ’ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπικουρῆσαι τῷ τῶν ἀγαθῶν γήρᾳ», Ξεν.)
6. φροντίζω για κάτι, αντιμετωπίζω επιτυχώς («οὐδέ γε εἰ τέχνην τινά ἐργάζεται ἐπικουρῶν τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ», Αισχίν.)
7. υπηρετώ ως μισθοφόρος στρατιώτης.