προσφώνηση
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
Greek Monolingual
η / προσφώνησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσφωνῶ
το να απευθύνει κανείς χαιρετιστήριο λόγο, η προσλαλιά, η προσαγόρευση
αρχ.
1. αφιέρωση («τετιμημένος ὑπ' αὐτοῦ προσφωνήσεσι γραμμάτων φιλοσόφων», Πλούτ.)
2. μεταβίβαση ιδιοκτησίας
3. δήλωση, διακήρυξη
4. επίσημη υπόδειξη.