προσφώνηση

From LSJ
Revision as of 13:00, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

η / προσφώνησις, -ήσεως, ΝΜΑ προσφωνῶ
το να απευθύνει κανείς χαιρετιστήριο λόγο, η προσλαλιά, η προσαγόρευση
αρχ.
1. αφιέρωση («τετιμημένος ὑπ' αὐτοῦ προσφωνήσεσι γραμμάτων φιλοσόφων», Πλούτ.)
2. μεταβίβαση ιδιοκτησίας
3. δήλωση, διακήρυξη
4. επίσημη υπόδειξη.