javelin
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
subs.
P. and V. βέλος, τό (rare P.), παλτόν, τό (Xen. and Aesch., Frag.). Ar. and P. ἀκόντιον, το, V. ἄκων, ὁ. Spear: P. and V. δόρυ, τό, Ar. and V. λόγχη, ἡ, (Ar.), V. αἰχμή, ἡ, μεσάγκυλον, τό, βέλεμνον, τό. Throw the javelin, v.: P. and V. ἀκόντιζειν, P. εἰσακοντίζειν.