περιτορνεύω

From LSJ
Revision as of 12:05, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτορνεύω Medium diacritics: περιτορνεύω Low diacritics: περιτορνεύω Capitals: ΠΕΡΙΤΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: peritorneúō Transliteration B: peritorneuō Transliteration C: peritorneyo Beta Code: peritorneu/w

English (LSJ)

   A turn as in a lathe, περὶ… τὸν ἐγκέφαλον… σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην he framed a globe round it, Pl.Ti.73e; θνητὸν σῶμα [τῇ ψυχῇ] π. ib.69c : metaph. in Pass., to be well-turned, of style, D.H.Dem.21.

German (Pape)

[Seite 597] ringsum runden, rund drechseln, Plat. Tim. 69 c, vgl. 73 e.

Greek (Liddell-Scott)

περιτορνεύω: περί... τὸν ἐγκέφαλον… σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην, ἐσχημάτισεν ὡς διὰ τόρνου σφαῖραν ὀστεΐνην πέριξ αὐτοῦ, Πλάτ. Τίμ. 73Ε, πρβλ. 69C.

Greek Monolingual

και περιτορεύω ΝΑ
1. τορνεύω κάτι γύρω γύρω, καθιστώ κάτι στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο
2. φιλοτεχνώ, κατασκευάζω προσεκτικά γύρω από κάτι («θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν», Πλάτ.)
3. καθιστώ περίτεχνο κάτι
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) περιτετορευμένος, -η, -ο
περίκομψος, περίτεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τορ(ν)εύω (< τόρνος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-τορνεύω rondom... draaien:. περὶ... τὸν ἐγκέφαλον... σφαῖραν περιετόρνευσεν ὀστεΐνην rond de hersenen fabriceerde hij een bol van bot Plat. Tim. 73e.

Russian (Dvoretsky)

περιτορνεύω: обтачивать, вытачивать (σφαῖραν ὀστεΐνην Plat.).