συνοφρύωμα

From LSJ
Revision as of 10:34, 23 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοφρύωμα Medium diacritics: συνοφρύωμα Low diacritics: συνοφρύωμα Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΩΜΑ
Transliteration A: synophrýōma Transliteration B: synophryōma Transliteration C: synofryoma Beta Code: sunofru/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A meeting of the eyebrows, frowning Sch.Il.17.136, EM364.8.

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρύωμα: τό, ἡ τῶν ὀφρύων συνάντησιςἕνωσις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 136, Ἐτυμολ. Μέγ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[συνοφρυοῡμαι / -ώνομαι]]
σούφρωμα τών φρυδιών από λύπη ή δυσαρέσκεια.