ἐλλός
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
(B), ή, όν,
A = ἔλλοψ (q.v.); also variously expld. (ἀγαθόν, γλαυκόν, χαροπόν . . ταχύ . . ὑγρόν) by Hsch.
German (Pape)
[Seite 801] stumm, als Beiw. der Fische; Soph. Ai. 1297; tr. Ath. VII, 277 d. Vgl. ἔλλοψ. Andere leiteten es von ἐλαύνω ab u. erkl. »schnell«.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
muet ou p.-ê. agile en parl. des poissons.
Étymologie: DELG ἔλλοψ.
2ou ἑλλός;
οῦ (ὁ) :
faon, jeune cerf, animal.
Étymologie: DELG v. ἔλαφος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 mudo, silencioso ἰχθύες Titanomach.4, S.Ai.1297, cf. Hsch.
2 ἐλλόν· ἀγαθόν. γλαυκόν. χαροπόν. ἐνθαλάττιον. ταχύ ... ὑγρόν Hsch. < ἐλλός Ἕλλος > ἐλλός, -οῦ, ὁ
• Grafía: graf. ἑλλ- Ant.Lib.28.3, Eust.1863.40, Gloss.3.241
1 cervatillo ἐν προτέροισι πόδεσσι κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν Od.19.228, cf. Ant.Lib.l.c., Hsch.s.u. ἐλλόν, Eust.l.c.
2 cabrito, Gloss.l.c.
• Etimología: v. ἔλαφος.
Greek Monolingual
(I)
ἑλλός και ἐλλός, ο (Α)
ελαφάκι, νεβρός.
(II)
ἐλλός, -ή, -όν (Α)
έλλοψ.
Greek Monotonic
ἐλλός: -ή, -όν, = ἔλλοψ, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλός: [ἕλλοψ II] безгласный, немой, по друг. ἐλαύνω резвый, проворный (ἰχθύες Soph.).
II и ἑλλός ὁ молодой олень Hom.
Frisk Etymological English
1. See also: s. ἔλαφος.
2. See also: s. ἔλλοψ.
Middle Liddell
= ἔλλοψ, Soph.
Frisk Etymology German
ἐλλός: 1.
{ellós}
See also: s. ἔλαφος.
Page 1,500
2.
{ellós}
See also: s. ἔλλοψ.
Page 1,500