σπέλεθος

From LSJ
Revision as of 16:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπέλεθος Medium diacritics: σπέλεθος Low diacritics: σπέλεθος Capitals: ΣΠΕΛΕΘΟΣ
Transliteration A: spélethos Transliteration B: spelethos Transliteration C: spelethos Beta Code: spe/leqos

English (LSJ)

   A f.l. for πέλεθος in Ar.Ec.595; cf. σπέληξ.

German (Pape)

[Seite 919] ὁ, = πέλεθος; Ar. Ach. 1133 Eccl. 595; Hegemon bei Ath. XV, 698 d.

Greek (Liddell-Scott)

σπέλεθος: διάφ. γραφ. ἀντὶ πέλεθος ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 595.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. πέλεθος.

Greek Monolingual

ή πέλεθος, ὁ, Α
τα κόπρανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος του καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα -θος (πρβλ. όν-θος, σπύρα-θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι και πελλία. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)p(h)el- «σχίζω» (πρβλ. σπολάς). Ανάλογη διαφορά σημασιών έχουμε και στους τύπους σχίζω και γερμ. scheiqen «κοπρίζω», τα οποία συνδέονται μεταξύ τους].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dung (Ar. Ek. 595).
Other forms: πέλεθος (Ach. 1170, S. Ichn. 414).
Compounds: ὑ-σπέλεθος pigs dung (D.C. 46, 5, Poll. 5, 91), πελεθο-βάψ m. f. who washes away ordure (Hdn. Gr. 1, 246, 12; H.).
Derivatives: Beside it σπέλληξι σπελέθοις, πελλία σπέλεθοι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: For the final syllable cf. σπύραθος, ὄνθος; on the anlaut Schwyzer 334. Vulgar word of unclear origin. Connection with IE *sp(h)el- split in σπολάς, (ἀ)σπάλαξ a. o. is perh. on itself possible; cf. e.g. NHG scheißen prop. *'separate, divide, disjoin' to σχίζω split. - The variation shows a Pre-Greek word. (If this had the form (s)pely- it would explain the e's.)

Frisk Etymology German

σπέλεθος: (Ar. Ek. 595),
{spélethos}
Forms: πέλεθος (Ach. 1170, S. Ichn. 414)
Grammar: m.
Meaning: Kot;
Composita : ὑσπέλεθος Schweinekot (D.C. 46, 5, Poll. 5, 91), πελεθοβάψ m. f. (Hdn. Gr. 1, 246, 12; H.).
Derivative: Daneben σπέλληξι· σπελέθοις, πελλία· σπέλεθοι H.
Etymology : Zur Endsilbe vgl. σπύραθος, ὄνθος; zum Anlaut Schwyzer 334. Vulgäres Wort unklarer Herkunft. Anknüpfung an idg. sp(h)el- spalten in σπολάς, (ἀ)σπάλαξ u. a. ist an und für sich nicht unmöglich; vgl. z.B. nhd. scheißen eig. *’ausscheiden’ zu σχίζω spalten u. a. m.
Page 2,763