πεζογράφος

From LSJ
Revision as of 07:59, 11 October 2019 by Spiros (talk | contribs)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζογράφος Medium diacritics: πεζογράφος Low diacritics: πεζογράφος Capitals: ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: pezográphos Transliteration B: pezographos Transliteration C: pezografos Beta Code: pezogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A prose-writer, D.L.4.15, Sch.E.Hec.795, al.

German (Pape)

[Seite 542] Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.

Greek (Liddell-Scott)

πεζογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ πεζὸς συγγραφεύς, Διογ. Λ. 4. 15· ― πεζογραφέω, γράφω ἐν πεζῷ λόγῳ, αὐτόθι· ― πεζογραφία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, Εὐστ. 1753. 29.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο συγγραφέας πεζών και ιδίως λογοτεχνικών έργων, σε αντιδιαστολή με τον συγγραφέα έμμετρων έργων, τον ποιητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -γράφος].

Russian (Dvoretsky)

πεζογράφος: (ᾰ) ὁ пишущий прозой, прозаик Diog. L.