прочный
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Russian > Greek
παραμόνιμος, παρμόνιμος, ἐπιστατικός, κάτοχος, βέβαιος, ὀχυρός, ἰσχυρός, ἀμαιμάκετος, μόνιμος, ἀτειρής, ἔμμονος, δευσοποιός, ἔμπεδος, εὐπρυμνής, δυσραγής, καρτερός, ῥωμαλέος, συστατός, σύστατος, κραταιγύαλος, ἐμβριθής, εὐσταθής, ἐϋσταθής