проницательный
From LSJ
Russian > Greek
συνετός, βαθύβουλος, ἀγχίνοος, ἀγχίνους, δριμύς, στοχαστικός, εὐσύνετος, εὐξύνετος, διορατικός, ὀξύφρων, βαθύφρων, βαθυγνώμων, πευκάλιμος, λεπτογνώμων, σαφής
συνετός, βαθύβουλος, ἀγχίνοος, ἀγχίνους, δριμύς, στοχαστικός, εὐσύνετος, εὐξύνετος, διορατικός, ὀξύφρων, βαθύφρων, βαθυγνώμων, πευκάλιμος, λεπτογνώμων, σαφής