νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
δαΐζω, κεάζω, διαχέω, διατέμνω, συγκόπτω, διακόπτω, τμήγω, σχίζω, διαμάω, κατασχίζω, διαπτύσσω, διαπτύττω, μιστύλλω