подчинять
From LSJ
Russian > Greek
προσποιέω, ὑποτάσσω, ὑπάγω, ὑπεργάζομαι, κάμπτω, ἡμερόω, καταστρέφω, ὑποζεύγνυμι, ὑποζευγνύω, καταδουλόω, δαμάζω, δαμάω, δαμνάω, δάμνημι, δαμάσδω, ζυγόω
προσποιέω, ὑποτάσσω, ὑπάγω, ὑπεργάζομαι, κάμπτω, ἡμερόω, καταστρέφω, ὑποζεύγνυμι, ὑποζευγνύω, καταδουλόω, δαμάζω, δαμάω, δαμνάω, δάμνημι, δαμάσδω, ζυγόω